αμονοπώλητος

αμονοπώλητος
η, ον не монополизированный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αμονοπώλητος" в других словарях:

  • αμονοπώλητος — η, ο [μονοπωλώ] 1. αυτός που δεν μονοπωλήθηκε, δεν περιλήφθηκε σε είδη μονοπωλίου 2. αυτός που δεν ανήκει ή δεν μπορεί να ανήκει αποκλειστικά και προνομιακά στους λίγους …   Dictionary of Greek

  • αμονοπώλητος — η, ο αυτός που δε μονοπωλήθηκε: Οι συγκοινωνίες ήταν τότε αμονοπώλητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»